- πεδιλοποιός
- οκατασκευαστής πέδιλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεδιλοποιός — ο, ΝΜ τεχνίτης που κατασκευάζει πέδιλα, σανδαλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλον + ποιός*] … Dictionary of Greek
πεδιλοποιία — η η τέχνη τού πεδιλοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδιλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη] … Dictionary of Greek
πεδιλοποιείο — το [πεδιλοποιός] εργοστάσιο όπου κατασκευάζονται πέδιλα, σανδαλοποιείο … Dictionary of Greek
πεδιλορράφος — ὁ, Μ αυτός που ράβει πέδιλα, πεδιλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλον + ρράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. μηχανο ρράφος] … Dictionary of Greek